- βεβήλων
- βέβηλοςallowable to be troddenmasc/fem/neut gen plβεβηλόωprofaneimperf ind act 3rd pl (doric aeolic)βεβηλόωprofaneimperf ind act 1st sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βεβηλῶν — βεβηλόω profane pres part act masc voc sg (doric aeolic) βεβηλόω profane pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) βεβηλόω profane pres part act masc nom sg βεβηλόω profane pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αεσμά Νταέβα — (Δαίμονας της βίας).Πονηρός δαίμονας της αρχαίας περσικής θρησκείας. Προκαλούσε πολλά δεινά στους ανθρώπους και στα ζώα. Μερικοί ταυτίζουν τον Α.Ν. με τον Ασμοδαίο, αλλά οι περισσότεροι επιστήμονες δεν παραδέχονται την ταύτιση αυτή, γιατί o… … Dictionary of Greek